χρωμόνη

χρωμόνη
η, Ν
χημ. δικυκλική αρωματική οργανική ένωση που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρωμ(ο)-* + κατάλ. -όνη τής χημ. ορολογίας. Η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. chromone].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”